- φιλόχορος
- Έλληνας χρονικογράφος του 3ου-4ου αι. π.Χ. Ήταν γιος του Κύκνου από την Αθήνα, μάντης και ιεροσκόπος. Έγραψε ιστορία με τον τίτλο Ατθίς. Εξαιτίας της φιλίας του με τον Πτολεμαίο B’, θανατώθηκε με διαταγή του Αντιγόνου Γονατά. Η Ατθίς πραγματεύεται μυθολογικά θέματα, περιγράφει τις γιορτές, θυσίες, αγώνες και τα θέματα των μεγάλων τραγωδιών, και ιστορικά γεγονότα, όπως τη μάχη της Κνίδου και τους αγώνες του Δημητρίου του Πολιορκητή. Σώθηκαν 230 αποσπάσματα.
* * *-ον, Α1. αυτός που αγαπά τον χορό («ἣν ὁ φιλόχορος Πὰν ἐμβατεύει», Αισχύλ.)2. φιλοχορευτής*3. (για τόπο) αυτός στον οποίο γίνονται χοροί.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + χορός (πρβλ. ἀγησί-χορος)].
Dictionary of Greek. 2013.